Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

"Κρυφό σχολειό"


Νίκος Σαραντάκος
http://sarantakos.wordpress.com/2013/03/25/kryfosxoleio/

Για το κρυφό σχολειό (που λειτουργούσε ολοφάνερα)

Αναρτήθηκε από τον/την sarant στο 25 Μαρτίου, 2013

  
6 Votes

Θα κλείσω τις φετινές επετειακές αναρτήσεις για την 25η Μαρτίου αναδημοσιεύοντας ένα παλιό άρθρο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, για τον μύθο του Κρυφού Σχολειού, έναν μύθο ο οποίος έχει βέβαια καταρριφθεί προ πολλού, αλλά εξακολουθεί να αναπαράγεται, είτε με την άποψη που προβάλλουν διάφοροι  ότι την ιστορία δεν την μαθαίνουμε από τους ιστορικούς αλλά από τη συλλογική συνείδηση ή από τη γιαγιά μας, είτε με αναθεωρητικές ιστοριογραφικές απόπειρες από χρυσαβγίτες ή καραμπελιάδες. Σε σχέση με αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι το «επάρατο» βιβλίο Ιστορίας της 6ης Δημοτικού («της κ. Ρεπούση») δεν αναφέρει τίποτα για το Κρυφό σχολειό, ούτε για να επιβεβαιώσει τον μύθο ούτε για να τον διαψεύσει, πράγμα που αποτελούσε μια οπισθοχώρηση σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο βιβλίο Ιστορίας (δεν θυμάμαι τους συγγραφείς), το οποίο ρητά ανέφερε ότι πρόκειται για μύθο. Tο ισχύον διδακτικό βιβλίο της 6ης Δημοτικού, αυτό που αντικατέστησε το «της Ρεπούση», επιλέγει μια μεσοβέζικη διατύπωση, που μάλλον διαιωνίζει τον μύθο (διότι, αν είναι ακριβής η αναφορά που βρήκα, γράφει ότι το Κρυφό Σχολειό αποτελεί «αποτύπωση στην εθνική συλλογική μνήμη» των δύσκολων συνθηκών για την παιδεία τα πρώτα μετά την Άλωση χρόνια, και παραθέτει τον γνωστό πίνακα του Γύζη και το ποίημα του Πολέμη).
Όταν λέμε ότι το Κρυφό Σχολειό είναι μύθος, δεν αποκλείεται σε τοπικό επίπεδο και για μικρές περιόδους αναστάτωσης (πόλεμοι, εξεγέρσεις) να υπήρξαν προσωρινοί περιορισμοί και απαγορεύσεις, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μαρτυρείται γενικευμένη και μακρόχρονη απαγόρευση εκπαίδευσης. Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι ότι τα υποτιθέμενα κρυφά σχολειά άρχισαν να αυξάνονται τις τελευταίες δεκαετίες, όταν, όπως γράφει ο Γιάννης Χάρης, το κάθε ανήλιαγο κελί και η κάθε σπηλιά μετατρέπεται, για τουριστικούς λόγους, σε δήθεν κρυφό σχολειό, κι έτσι τα 10 κρυφά σχολειά της δεκαετίας του 1960 έχουν αισίως ξεπεράσει τα 100 στις μέρες μας!
Φυσικά, το άρθρο του πατέρα μου, που αρχικά είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα “Το φιστίκι” και μετά στον παλιό μου ιστότοπο, δεν κομίζει κάτι το νέο στην ιστορική έρευνα, ανακεφαλαιώνει όμως με ακρίβεια, πιστεύω, την ανασκευή του μύθου του Κρυφού Σχολειού. Στο τέλος τού (σύντομου, έτσι κι αλλιώς) άρθρου προσθέτω όσα γράφει για το θέμα η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΕ ΟΛΟΦΑΝΕΡΑ)
Ένα παραμύθι, που μας συνόδεψε από τα πρώτα μαθητικά μας χρόνια ήταν το παραμύθι για το «κρυφό σχολειό». Για το
φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σκολειό
να μαθαίνω γράμματα
και τα λοιπά, που υποτίθεται πως λέγανε τα παιδάκια πηγαίνοντας νύχτα και κρυφά στην Εκκλησιά για να μάθουν γράμματα.
Στην πραγματικότητα όλη η φιλολογία περί κρυφού σχολειού είναι παραμύθι. Κανένας έγκυρος ιστορικός, ούτε ο Παπαρρηγόπουλος, που αφιερώνει στην εποχή της τουρκοκρατίας τους δύο από τους εννέα τόμους της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», ούτε ο Σάθας, εις την «Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα» του, ούτε και η νεώτερη δεκατετράτομη «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, κάνουν οποιαδήποτε μνεία περί κρυφού σχολειού. Στο τελευταίο μάλιστα σύγγραμμα και συγκεκριμένα στον 10ο τόμο και στη σελίδα 366, οι συντάκτες του σχετικού κεφαλαίου Γ. Ζώρας και Α. Αγγέλου (καθηγητές πανεπιστημίου αμφότεροι), είναι κατηγορηματικοί: «Κρυφό σχολειό δεν υπήρξε, πρόκειται για μύθο», υποστηρίζουν. Το ίδιο είχε πει από τον 19ο ήδη αιώνα ο Μ. Γεδεών και κατά τον 20ον ο Γιάννης Βλαχογιάννης: «Δεν υπάρχει καμία ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού», βεβαιώνει.
Πώς όμως δημιουργήθηκε ο σχετικός μύθος; Κατά τη γνώμη μου οι αιτίες που τον γέννησαν είναι  δύο. Η πρώτη είναι να καταδειχτεί η βαρβαρότητα και ο φωτοσβεστικός ρόλος των Τούρκων κατακτητών και ο δεύτερος να αναδειχτεί ο ρόλος της Εκκλησίας στην πνευματική αναγέννηση του έθνους. Και στις δύο υπάρχει πυρήνας ιστορικής αλήθειας. Λίγες δεκαετίες μετά την Άλωση της Πόλης εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα εκδηλωθεί ολοκάθαρα στα επόμενα διακόσια χρόνια. Οι Οθωμανοί παίρνοντας την Πόλη, αναμφισβήτητα κέρδισαν πολλά (λαμπρή και ιστορική πρωτεύουσα, ενοποίηση των ασιατικών και ευρωπαϊκών εδαφών τους κλπ.) έχασαν όμως το σπουδαιότερο: την πολιτιστική παράδοση, που έστω και κουτσουρεμένη επιβίωνε ακόμα στην ετοιμοθάνατη Κωνσταντινούπολη. Απόχτησαν ένα χρυσό κλουβί, χωρίς όμως το καλλικέλαδο πουλί που βρισκόταν μέσα και που πέταξε στη Δύση.
Ως τότε, σε μίμηση και σε αντιπαράθεση με τη φθίνουσα Ρωμανία, η αναπτυσσόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε αξιόλογες επιδόσεις στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόδρομος της Αναγέννησης (και στην Ελλάδα, αλλά και στη Δύση) ο Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αδριανούπολης, που τα χρόνια εκείνα, επί Μουράτ, ήταν η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την Άλωση οι νικητές Οθωμανοί υιοθέτησαν όλα σχεδόν τα ελαττώματα των προκατόχων τους, αλλά τους ξέφυγαν τα προτερήματά τους και κυρίως την έφεση για παιδεία και πολιτισμό.
Τον πρώτον αιώνα μετά το πάρσιμο της Πόλης, οι υπόδουλοι Χριστιανοί, που αποτελούσαν το Ρουμ Μιλέτ (το γένος των Ρωμαίων), πέρασαν από ένα στάδιο πνευματικού και εκπαιδευτικού μουδιάσματος. Οι μεγάλοι δάσκαλοι είχαν φύγει στη Δύση. Καινούργια σχολεία δεν ιδρύθηκαν. Ο αναλφαβητισμός του χριστιανικού πληθυσμού αυξήθηκε κατακόρυφα. Η Εκκλησία όμως, για να λειτουργήσει, είχε ανάγκη από ιερείς, που έπρεπε να ξέρουν στοιχειωδώς να διαβάζουν τα ιερά βιβλία. Έτσι λειτούργησαν μέσα στους ναούς εκκλησιαστικά σχολεία που κατάρτιζαν στοιχειωδώς τους μέλλοντες κληρικούς. Ανεξάρτητα όμως από αυτά τα εκκλησιαστικά φροντιστήρια, σε ορισμένες πόλεις με πρώτη την Αδριανούπολη, εξακολούθησαν να υπάρχουν και να λειτουργούνε σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης. Φυσικά η ποιότητα της εκπαίδευσης αυτής ήταν πολύ χαμηλή και  οι περισσότεροι μαθητές μάθαιναν μόνο να διαβάζουν και να γράφουν. Ιδιαίτερα σχολικά κτίρια ήταν σπάνια ή μικρής χωρητικότητας. Πολύ συχνά οι μαθητές μαζεύονταν στο νάρθηκα των εκκλησιών. Δεν υπήρχαν επίσης διδακτικά βιβλία. Για τη στοιχειώδη εκπαίδευση χρησιμοποιούσαν εκκλησιαστικά βοηθήματα: την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι ή τη Σύνοψη. Ίσως εδώ να βρίσκεται ο ιστορικός πυρήνας του μύθου για το κρυφό σχολειό.
Το ουσιαστικό βήμα προόδου στην εκπαίδευση άρχισε να γίνεται από τα μέσα του επόμενου (16ου) αιώνα. Με κέντρα τη Χίο, που λίγες δεκαετίες πριν ήταν γενοβέζικη κτίση, τη Λέσβο, την Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη ιδρύονται πολλά σχολεία, όπου διδάσκουν αξιόλογοι δάσκαλοι. Οι τελευταίοι προέρχονται συνήθως από την βενετοκρατούμενη ακόμη Κρήτη ή τα Επτάνησα και έχουν σπουδάσει σε πανεπιστήμια της Ιταλίας. Σύμφωνα με μαρτυρία  της εποχής το 1586, στην Αθήνα, που ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη, λειτουργούσαν πολλά σχολεία
Έτσι φτάνουμε στις αρχές του 17ου αιώνα στην εμφάνιση μεγάλων Σχολών, όπως η Σχολή των Κυδωνιών, η Σχολή των Αγράφων, η Ζωσιμαία Σχολή στα Γιάννενα, η Αθωνιάς Σχολή  και άλλες  σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, χώρια το Πατριαρχικό Σχολείο που λειτουργούσε στην Πόλη από τον 16ο αιώνα. Πολλές από τις σχολές αυτές ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου και βέβαια η ύπαρξη και η λειτουργία τους προϋπέθεταν πως υπήρχαν στοιχειώδη και μέσα σχολεία, από τα οποία προέρχονταν οι μαθητές τους. Πρέπει εδώ να τονιστεί πως σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι οθωμανικές αρχές δεν έκλεισαν κανένα χριστιανικό σχολείο, ούτε απέρριψαν αίτημα χριστιανικών κοινοτήτων να ανοίξουν σχολείο.
Είναι λοιπόν λογικό πως εκεί που λειτουργούσαν φανερά και ανεμπόδιστα κανονικά σχολεία όλων των βαθμίδων η ύπαρξη «κρυφού σχολειού» περίττευε.
 Και όσα γράφει για το θέμα η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (τόμος 10, σελ. 366-7) σε μεταγραφή δική μου (με σημερινή ορθογραφία, χωρίς σκουληκάκια και πιθανώς με κάποια λαθάκια από το οσιάρισμα).
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΥΠΟΔΟΥΛΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ
H «κάκωσις» του Γένους, καθώς εύστοχα θα χαρακτηρίσει ο Ευγένιος Βούλγαρις την κατάσταση του Ελληνισμού αμέ­σως μετά την Άλωση, δεν αποτελεί απλώς τυπικό χρονικό ό­ριο, για την απαρχή της μελέτης της εκπαιδεύσεως. Η παιδεία δηλαδή του έθνους δεν ήταν με κανένα τρόπο δυνατό να συνεχισθεί αδιατάρακτη, όσο και αν δεχόμαστε πως οι επιπτώσεις μιας πολιτικής μεταβολής δεν είναι άμεσες ή αμέσως εμφανείς στον πνευματικό χώρο. Μπορεί η γενικότερη πνευματική ζωή να φαίνεται πως συνεχίζεται ομαλά· στην πραγματικότητα πρόκειται για επιβιώσεις που η εμβέλειά τους είναι μικρή, όπως θα δούμε παρακάτω.
Στην περίοδο αυτή των επιβιώσεων, για να καλυφθεί το κενό ώς την εποχή που αρχίζει η ανανέωση της νεοελληνικής παι­δείας, στα τέλη περίπου του 16ου αι., τοποθετήθηκε ο μύθος για το Κρυφό Σχολειό. Ότι πρόκειται για μύθο αποδεικνύεται βασικά από το γεγονός ότι δεν υπάρχει «καμιά ιστορική μαρ­τυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολείου», όπως υποστήριξε ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Το ίδιο υποστήριξε και ο Μανουήλ Γεδεών πιο κατηγορηματικά: «Μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνων εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων βεζύρην ή Αγιάνην εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν ή οικοδομήν, τουθ’ όπερ ηδύνατο να συμβεί κατόπιν καταγγελίας Χριστιανού τίνος, απεριτμήτου Τούρκου, καθώς ωνόμαζον αυτούς».
Αν το Κρυφό Σχολειό είχε γίνει για κάποια περίοδο πρα­γματικότητα, σε περιορισμένη έστω έκταση, δεν συνέτρεχε κα­νένας λόγος η σχετική μαρτυρία ή μαρτυρίες να μείνουν σκό­πιμα στην αφάνεια. Θα έπρεπε, αντίθετα, ένα τέτοιο τεκμήριο ζωτικότητος της φυλής και της εθνικής συνειδήσεως —σύμφωνα με την ερμηνεία που θα του δώσουν κατά κανόνα οι μεταγενέ­στεροι— να εξαρθεί με κάθε τρόπο. Αφού λοιπόν η απλή λο­γική μάς οδηγεί να αποκλείσουμε παρόμοιο ενδεχόμενο, ε­κείνο που απομένει να δεχθούμε είναι ότι πιθανόν να βρισκό­μαστε σε μια εξαιρετική — μοναδική ίσως — συμπτωματική εξαφάνιση κάθε σχετικής γραπτής μαρτυρίας. Την έσχατη όμως αυτή υπόθεση έρχεται να αναιρέσει μια άλλη αδιαφιλονίκητη λογική παρατήρηση: Για ποιο λόγο ο Τούρκος να ενοχληθεί από την ύπαρξη σχολείων; Τί είναι εκείνο που θα μπορούσε να τον ανησυχήσει από την ενασχόληση ενός μικρού σχετικά μέρους του πληθυσμού με τα γράμματα; Ασφαλώς η περιορι­σμένη έκταση που μπορούσε να έχει την εποχή εκείνη η καλ­λιέργεια των γραμμάτων δεν θα πρέπει να είχε ως ενδεχόμενο την παραμέληση της καλλιέργειας της γης. Άλλωστε τα γράμ­ματα ήταν απαραίτητα για ένα μόνο μέρος του πληθυσμού, για όσους δηλαδή ασχολούνταν με το εμπόριο, με το οποίο δεν ασχολείτο συστηματικά ο δυνάστης, ή για όσους είχαν σχέση με τον κλήρο. Πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί ως φυσικός ο συλλογισμός που διατυπώνεται από τον Μ. Γεδεών, ότι δη­λαδή «η τουρκική κυβέρνησις, ανεχομένη την Χριστιανικήν θρησκείαν, εγίνωσκεν, ότι εις τους ναούς αναγινώσκουσι και ψάλλουσιν οι παπάδες και οι ψάλται, και ότι τα αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα, έπρεπε να διδαχθώσιν εγκαίρως· και συνε­πώς ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν».
Εκείνο συνεπώς που απομένει ως απάντηση είναι ότι οι Τούρκοι ανησυχούσαν μήπως η παιδεία γίνει κάποια στιγμή δημιουργός φωτισμού και στη συνέχεια αφετηρία, ώστε να καλλιεργηθεί η εθνική συνείδηση. Δεν υπάρχει όμως ούτε σκιά υπόνοιας ότι θα ήταν δυνατόν ο Ασιάτης Τούρκος του 15ου αι. να οδηγηθεί σε μια παρόμοια σκέψη. Για να αναχθούμε λοι­πόν στην εποχή όπου γεννήθηκε ο μύθος, πρέπει να μεταφερθούμε στα χρόνια όπου η αλληλουχία παιδεία – εθνική αποκα­τάσταση είχαν γίνει κοινή συνείδηση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι δυνατή η παρθενογένεση του θέματος είτε από παρε­ξήγηση είτε από σκοπιμότητα. Αυτή ή εποχή είναι ο Αγώνας, κατά τον οποίο παρουσιάζεται σε μια πρωτογενή μορφή ο μύ­θος. Η εθνική σκοπιμότητα παίζει εδώ τον πρώτο ρόλο· η συνέχεια είναι εύκολη. Από τη στιγμή όπου το γενικό αυτό κλίμα δημιουργεί την κατάλληλη προϋπόθεση, ώστε να προ­κύψουν από ανάλογες ψυχολογικές προϋποθέσεις όμοιες μαρ­τυρίες — πράγμα που βεβαιώνει την παρθενογένεση του μύ­θου —, να προστεθούν άλλα συγγενή στοιχεία, καθώς το γνω­στό τραγουδάκι για  το  φεγγαράκι, ή φαντασιώσεις ιστορικών της παιδείας οι οποίοι, αδιαφορώντας για την αληθοφάνεια των πραγμάτων, ηδύνονται από ειδυλλιακές αναπαραστάσεις, καθώς η περίπτωση του Γ. Χασιώτη, να επιστεγασθούν τέλος τα στοιχεία αυτά με την υποβολή της τέχνης του λόγου, κα­θώς το ποίημα του Πολέμη, ή των είκαστικών τεχνών, καθώς ο πασίγνωστος πίνακας του Γύζη, η χιονοστιβάδα πια έχει δημιουργηθεί και είναι εύκολο να παρασύρει και τους ευφάντα­στους καλοπροαίρετους ιστορικούς της εθνικής σκοπιμότητος.

Αρμένιοι "φίλοι"

Σημαία της Αρμενικής Λεγεώνας, ενός σώματος εθελοντών του βουλγαρικού Στρατού, που έπεσε στα χέρια των Ελλήνων στη Μάχη της Στρώμνιτσας στις 10 Ιουλίου 1913. Στις δύο όψεις της φέρει επιγραφές στη βουλγαρική και αρμενική γλώσσα και το σύνθημα «Εμπρός διά τας Αθήνας»

Κομμάτι των εθνικών μας μύθων και οι Αρμένιοι

http://www.iospress.gr/ios2005/ios20050424a.htm


ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ "ΑΡΜΕΝΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ"

Ο ξεχασμένος "εθνικός εχθρός"
 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

1. / 2.


90ή επέτειος της αρμενικής γενοκτονίας σήμερα, και θα ξανακουστούν οι συνήθεις πανηγυρικοί για την "προαιώνια φιλία" και την "κοινή ιστορική διαδρομή" Ελλήνων και Αρμενίων. Η νεότερη ιστορία των δυο λαών περιλαμβάνει όμως και άλλες σελίδες, που συνήθως μένουν στη σκιά.


Ο εχθρός του εχθρού μου κατά κανόνα θεωρείται φίλος. Τι γίνεται όμως όταν οι φιλίες και οι εχθρότητες εναλάσσονται, ανάλογα με τις ισορροπίες και τους βραχυπρόθεσμους στόχους της συγκυρίας;

Η περίπτωση των Αρμενίων, μαρτυρικού λαού που σε περιόδους ελληνοτουρκικής έντασης αναγορεύεται σε "προαιώνιο" σύμμαχο του "Ελληνισμού", είναι χαρακτηριστική. Ανάλογα με τις εποχές, κατατάσσονταν από τους θεματοφύλακες του ελληνικού εθνικισμού άλλοτε στα "φιλελληνικά" κι άλλοτε στα "ανθελληνικά" έθνη, ανάλογα με τις συμμαχίες που επέλεγαν κάθε φορά τα αντίστοιχα εθνικά κινήματα.

Με την αποσιωπημένη πτυχή αυτού του δίπολου, τις τριβές μεταξύ των δύο λαών και την "ερμηνεία" τους από τους εγχώριους εθνικιστές (στα γνωστά στερεότυπα περί "πανταχόθεν βαλλόμενου" Ελληνισμού) θα ασχοληθούμε σήμερα.

Το ζήτημα, φυσικά, δεν είναι να κατεδαφίσουμε ένα εθνικό στερεότυπο για να οικοδομήσουμε στη θέση του ένα άλλο. Απλά, θυμίζουμε πόσο επιλεκτική είναι η εθνική συλλογική μνήμη, πώς κατασκευάζεται (με σταχυολόγηση συγκεκριμένων κάθε φορά στιγμών του παρελθόντος) η εκάστοτε επικρατούσα αντίληψη περί "εχθρών" και "φίλων".

Οικονομικοί ανταγωνιστές 

Λανθασμένη είναι, κατ' αρχάς, η αντίληψη που θέλει το ελληνικό και το αρμενικό εθνικό κίνημα να συμπλέουν μόνιμα κατά του κοινού εχθρού.

Οπως επισημαίνει ο πανεπιστημιακός Ιωάννης Χασιώτης, "μέχρι τουλάχιστον τις εκτεταμένες διώξεις του 1893, η ελληνική στάση απέναντι στο αρμενικό εθνικό κίνημα δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή. Κάτω από την επιρροή παλιών και νέων προκαταλήψεων, οι οθωμανοί Ελληνες ήταν γενικά συγκρατημένοι και συχνά κατέκριναν τις εθνικές διεκδικήσεις των Αρμενίων" ("The Greeks and the Armenian Massacres", 1981, σ. 71).

Καθοριστική ο ίδιος θεωρεί την αναμέτρηση των δύο αστικών τάξεων για κυριαρχία στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας: "Οι ανώτερες τάξεις των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επηρεάζονταν κυρίως από τον οικονομικό και κοινωνικό ανταγωνισμό τους με τους Αρμενίους. Από τα μέσα του [19ου] αιώνα, ο ελληνοαρμενικός ανταγωνισμός ήταν πια προφανής στις ελίτ και των δύο λαών, ιδίως στην Κωνσταντινούπολη και την Τραπεζούντα" (όπ.π., σ. 75).

Προξενικές εκθέσεις της εποχής πιστοποιούν την ύπαρξη αυτών των αντιθέσεων. "Ουδεμίαν πεποίθησιν δυνάμεθα να έχωμεν" στους Αρμενίους της Προύσας, ενημερώνει π.χ. το Φεβρουάριο του 1912 το Υπ.Εξ. ο εκεί υποπρόξενος, "καθότι ενταύθα αείποτε οι ασπονδότεροι εχθροί των Ελλήνων υπήρξαν, ο δε αρχηγός του τέως ανθελληνικού αποκλεισμού εις την φυλήν ταύτην ανήκεν" (Σία Αναγνωστοπούλου, "Μικρά Ασία. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες", Αθήνα 1997, σ.519).

Βουλγαρόφιλοι "τρομοκράτες"

Σοβαρότερο πρόβλημα για τους σχεδιαστές της εθνικής πολιτικής υπήρξε η συμμαχία της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας (Τασνάκ) με τους κομιτατζήδες της Μακεδονίας. Η συμπόρευση των Αρμενίων με το τοπικό "σλαβοβουλγαρικό" κίνημα χρονολογούνταν ήδη από τη δεκαετία του 1870 (Hassiotis 1981, σ. 73), πήρε όμως νέα ώθηση με τη δημιουργία της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης το 1893.

"Η αρμενική συνεισφορά στην οργάνωση του μακεδονικού ανταρτοπολέμου εναντίον των οθωμανών", γράφει ο σημαντικότερος ιστορικός της γενοκτονίας, "δεν περιορίστηκε στο ρόλο του παραδείγματος. Στην Κωνσταντινούπολη, οι Μακεδόνες εξασφάλισαν τη συνεργασία ενός ειδικού στην κατασκευή βομβών. Οι δοκιμές και η κατασκευή γίνονταν στη Σόφια. Η βουλγαρική αστυνομία και οι άλλες αρχές έκλειναν τα μάτια σ' αυτές τις δραστηριότητες" (Βαχάκν Νταντριάν, "Η ιστορία της αρμενικής γενοκτονίας", σ. 137).

Η απάντηση της επίσημης Αθήνας σ' αυτή τη συμμαχία είναι μια "αντιτρομοκρατική" εκστρατεία που βάζει στο στόχαστρο τους λιγοστούς Αρμενίους της ελληνικής επικράτειας. Τον Αύγουστο του 1905, οι αθηναϊκές εφημερίδες θ' ασχοληθούν επί μέρες με την εξάρθρωση μιας καταχθόνιας "αρμενικής συνωμοσίας" στην ίδια την πρωτεύουσα.

"Ολόκληρα εργοστάσια και αποθήκαι δυναμίτιδος ήσαν εγκαθιδρυμένα από πολλού εις τας Αθήνας και τον Πειραιά εξάγοντα τα προϊόντα των ακωλύτως εις την Τουρκίαν", διαβάζουμε σχετικά σε κύριο άρθρο του "Εμπρός" (25.8.1905). "Δεν επιτρέπεται η εργασία αυτή των Αρμενίων να κριθή επιεικώς ως εργασία αποβλέπουσα εις την απελευθέρωσιν λαού υποδούλου. Πρόκειται περί καταχθονίου ανατρεπτικής εργασίας, απειλούσης το καθεστώς ολοκλήρου της Τουρκικής αυτοκρατορίας". Και η εφημερίδα συμπληρώνει με νόημα: "Μέχρι τούδε, περί Αρμενίων είχομεν πληροφορίας παν άλλο ή τιμητικάς διά τον χαρακτήρα τους".

Γλαφυρότερο, το "Σκριπ" δημοσιεύει περιγραφές του πρώτου αντιαρμενικού πογκρόμ, με την ευθύνη να επιρρίπτεται στα ίδια τα θύματα - τα οποία, άγνωστο πώς ακριβώς, σκόπευαν να κάνουν τα ίδια "και εις τας Αθήνας". Ρητή είναι η καταδίκη των αρμένιων επαναστατών, "των νέων Βανδάλων της Ανατολής, των εξακολουθούντων εφ' όλην την δεκαετίαν ταύτην διά σειράς κακουργιών ή αποπειρών να επιδιώκουν ηλιθίως εννοουμένην εξυπηρέτησιν των πολιτικών των συμφερόντων", και εξίσου σαφές το συμπέρασμα ότι "τας αγριότητας της Κωνσταντινουπόλεως του 1896", όταν 5-6.000 Αρμένιοι σκοτώθηκαν από ροπαλοφόρους παρακρατικούς ως αντίποινα για την κατάληψη της Οθωμανικής Τράπεζας, "δικαιολογεί σήμερον ο παρελθόν χρόνος και άι διασφηνισθείσαι περιστάσεις".

Η κατάταξη των Αρμενίων στους "εχθρούς" θα συνεχιστεί και στους Βαλκανικούς πολέμους, όταν η "Αρμενική λεγεώνα" του θρυλικού Αντρανίκ Οζανιάν πολεμά στο πλευρό του βουλγαρικού στρατού. Σε σχετικά πρόσφατο λεύκωμα με εχθρικές σημαίες - λάφυρα του ελληνικού στρατού που φυλάσσονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας, συναντάμε έτσι και το λάβαρο του "στρωμνιτσιώτικου αποσπάσματος" της λεγεώνας, με την επιγραφή "προς την Αρμενία" ("Σημαίες ελευθερίας", Αθήνα 1996, σ.159).

Στα μυαλά των εθνικιστών της εποχής, η ταύτιση των δύο λαών ήταν πάντως δεδομένη: από την Καβάλα, σημειώνει στις 31.7.1913 ο Φίλιππος Δραγούμης, οι Βούλγαροι "έφυγαν με τις δασκάλες και τους Αρμένηδες και με τα πλιάτσικα" ("Ημερολόγιο 1912-13", Αθήνα 1988, σ.365).

"Καλά να πάθουν"

Πολύ πιο σύνθετο είναι το ζήτημα της στάσης των Ελλήνων απέναντι στη γενοκτονία του 1915. Γεγονός είναι ότι υπήρξαν Μικρασιάτες που με κίνδυνο της ζωής τους διέσωσαν αρμενόπουλα, καθώς και ότι στελέχη του ελληνορθόδοξου μηχανισμού, όπως ο μητροπολίτης Τραπεζούντας, επιχείρησαν να εμποδίσουν τοπικά τη σφαγή. Από την άλλη, τα ίδια στελέχη είχαν ενημερωθεί εκ των προτέρων από τις αρχές για το επερχόμενο μακελειό, στη διάρκεια του οποίου στέκονταν συμβολικά στο πλευρό των φονιάδων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παιδικές αναμνήσεις μιας Μικρασιάτισσας, σύμφωνα με τις οποίες "οι αντιδράσεις των Ελλήνων της Αμάσειας στο διωγμό των Αρμενίων ήταν λίγο πολύ παρόμοιες με εκείνες των Ελλήνων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την εξόντωση των Εβραίων":

"Ολοι λυπόντουσαν για την τύχη των Αρμενίων, αλλά καταλάβαινες ότι μερικοί, λίγο-πολύ, αν δεν δικαιολογούσαν ολότελα τους Τούρκους, έβρισκαν κάποιο φταίξιμο στους Αρμένιους: 'Αφού υπόσκαπταν το κράτος όπου ζούσαν ευτυχισμένοι...'. Αλλοι έλεγαν: 'Ας ελπίσουμε πως ξεθύμαναν οι Τούρκοι μ' αυτούς και τη γλυτώσαμε εμείς' [...] Αλλοι πάλι, έστω και λίγοι, έβλεπαν με κάποια ανακούφιση τον αφανισμό του χθεσινού ανταγωνιστή τους" (Ευδοκία Επέογλου-Μπακαλάκη, "Η Αμάσεια", Θεσ/νίκη 1988, σ. 48).

Η προβληματική "συμμαχία"

Στη διάρκεια του μικρασιατικού πολέμου σημειώθηκαν προσπάθειες για το συντονισμό της δράσης των Ελλήνων του Πόντου με τη νεοσύστατη Αρμενική Δημοκρατία. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η σοβαρότερη σχετική μελέτη, "είναι σαφές ότι η ελληνοαρμενική συνεννόηση, παρόλες τις ενθουσιώδεις διακηρύξεις της, ουδέποτε έφτασε σε κάποιο ουσιαστικό επίπεδο και, με ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις, δεν χαρακτηριζόταν από αμοιβαία εμπιστοσύνη. Αναμφίβολα, αυτό επηρεαζόταν από τις προκαταλήψεις και την κοινωνικοοικονομική αντιζηλία του παρελθόντος. Υπήρξε επίσης έλλειψη πολιτικής πείρας και ρεαλισμού από πλευράς των αρμενίων ηγετών και πολλών Ελλήνων (ιδιαίτερα των Ποντίων) που είχαν αναλάβει αυτές τις διαπραγματεύσεις" (J.K. Hassiotis, "Shared Illusions: Greek-Armenian cooperation in Asia Minor and the Caucasus, 1917-1922", Θεσ/νίκη 1985, σ. 176).

Μια ιδέα γι' αυτή την αντιπαλότητα παίρνουμε από το πόνημα του Γεωργίου Σκαλιέρη, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1922 με τίτλο "Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας". Ο συγγραφέας κατατάσσει μεν τους Αρμενίους στην "ομοφυλία των Αρίων Λαών", σπεύδει όμως να τους "προειδοποιήσει" να μείνουν μακριά από τις ελληνικές διεκδικήσεις στον Πόντο: "Παρά την φυλετικήν συγγένειαν Ελλήνων και Αρμενίων, τα Εθνογραφικά όρια των δύο Αρίων φυλών εισί σαφώς κεχωρισμένα και διακεκριμένα [...]. Οι Αρμένιοι ου μόνον δεν δύνανται, αλλ' ουδέ δικαιούνται να προβάλλωσιν αξιώσεις επί χωρών Ελληνικών". Απεναντίας, "έχουσι την υποχρέωσιν και το καθήκον" να συνασπιστούν με τους Ελληνες, "κατά μέρος τιθέμενοι υπερφιάλους αξιώσεις" και "περιοριζόμενοι εν τοις εθνογραφικοίς αυτών ορίοις" (σ. 203-4).

Το Μάρτιο του 1918, τα πράγματα οδηγήθηκαν σε ένοπλη αναμέτρηση Ποντίων και Αρμενίων στο Καρά Κλισέ του Κάρς. "Οι λόγοι οι οποίοι προεκάλεσαν την μάχην ήταν πολλοί και διάφοροι", διαβάζουμε στην κλασική μονογραφία του Στυλιανού Μαυρογένους, "κυρίως όμως ήταν λόγοι αυθαιρεσίας και αυτοδικίας των οπλισμένων Αρμενικών τμημάτων, άτινα ενόμιζον ότι, με τα όπλα εις χείρας των, είχαν δικαιώματα επί παντός ξένου αντικειμένου". Ακόμη "σοβαρότερος λόγος της δημιουργίας των προστριβών", συμπληρώνει, ήταν ότι το Ντασνάκ "εσχεδίαζε την καθ' ολοκληρίαν εξόντωσιν του Μουσουλμανικού στοιχείου του Κυβερνείου Καρς, εις ήν ηρνήθη κατηγορηματικώς να συμμετάσχη το Ελληνικόν στοιχείον" ("Το Κυβερνείον Καρς του Αντικαυκάσου", Θεσ/νίκη 1963, σ. 206).

Γλαφυρότερη είναι η περιγραφή των ίδιων γεγονότων από τον τέως αντιπρόεδρο της Βουλής, Ισαάκ Λαυρεντίδη. Οταν οι Πόντιοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τα άλογά τους σ' έναν αρμένιο ίλαρχο, γράφει, αυτός "προεξετράπη εις ύβρεις και απειλάς, ειπών 'Αρπαλάρ πιστίκ πογτά καλτί' (θερίσαμε τα κριθάρια, έμειναν τα σιτάρια). Με κριθάρια παρωμοίαζε τους Τούρκους, των οποίων είχε προηγηθεί η σφαγή. Αν δεν τους δώσουν τα άλογα, θα έχουν την τύχη των Τούρκων αμάχων που θέρισαν, θα θερίσουν και τους Ρωμαίους σαν σιτάρια".

Ακολούθησε πολύνεκρη διήμερη μάχη. Οι Πόντιοι "υπεχώρησαν προς Γιαλαγούζ-Τσιάμ, όπου συνηντήθησαν μετά του εκ Σαρήκαμις προελαύνοντος Τουρκικού στρατού, διοικητής του οποίου ήτο ο συνταγματάρχης Απτούρ Ραχμάν Μπέη, όστις τους εδέχθη με εγκαρδιότητα ως εκ περιστάσεως πολεμίους κοινού εχθρού, τους συνεχάρη και προσεφέρθη να τους βοηθήση, εάν επεθύμουν να συνεχίσουν τον αγώνα των κατά των Αρμενίων, είτε ως ανεξάρτητον τμήμα, είτε από κοινού μετά των Τούρκων. Αλλ' οι Ελληνες των ως άνω χωρίων απέκρουσαν την πρότασιν, μη δεχθέντες να συμπολεμήσουν μετά των Τούρκων εναντίον των Αρμενίων, όπως απέκρουσαν και προγενεστέραν πρόστασιν των Αρμενίων δια σύμπραξιν εις κοινόν αγώνα κατά των Τούρκων. Ούτως κατεδείχθη ότι ίσως είνε πλέον εφικτή η συνεργασία Ελλήνων μετά Τούρκων, παρά η τοιαύτη μετά Αρμενίων, των οποίων η συμπεριφορά υπήρξε βάρβαρος, ληστρική και απάνθρωπος κατά την βραχύβιον διακυβέρνησίν των" ("Αρχείον Πόντου", τ. 31ος, 1971-72, σ. 423-5).

Κυριότερο σημείο τριβής ήταν η τύχη της Τραπεζούντας. Στις 12 Μαρτίου 1921, πάλι, η τουρκική αντιπροσωπεία στη Διασυμμαχική Διάσκεψη κατέθεσε έκκληση της εκεί "Ελληνορθοδόξου Κοινότητος", υπογεγραμμένη από τον πρόεδρό της και τον αρχιερατικό επίτροπο, που διακήρυσσαν ότι "δεν μπορούμε επ' ουδενί να δεχθούμε προσάρτηση της Τραπεζούντας στην Αρμενία" και πως "η Τραπεζούντα και τα περίχωρά της ανήκουν στους Τούρκους και τους Ελληνες, φίλους λαούς από αρχαιοτάτων χρόνων" ("Documents on British Foreign Policy, 1919-39", τ.XV, Λονδίνο 1967, σ. 408).

Αυτή η συλλογιστική δεν ήταν άγνωστη στους κόλπους της κοινότητας. Στα απομνημονεύματα του μητροπολίτη Χρύσανθου παρατίθεται η ανάλυση τοπικού παράγοντα, σύμφωνα με τον οποίο αντί για ενσωμάτωση της πόλης στην Αρμενία, "ώστε να έχωμεν εντελώς ασήμαντον μειοψηφίαν εις έν κράτος όπου θα επλειοψήφουν καταπληκτικώς οι Αρμένιοι και οι Τούρκοι, θα προετίμων, διά την σωτηρίαν ακριβώς αυτού του δήθεν ελευθερουμένου Ελληνισμού, να μείνωμεν όλοι ηνωμένοι, ακόμη και υπό την Τουρκικήν κυριαρχίαν" (Αθήνα 1970, σ.276).

Αλλά κι ο ίδιος ο Χρύσανθος, έχοντας παζαρέψει ταυτόχρονα με τους Αρμενίους τη δημιουργία μιας "Πόντο-Αρμενικής Ομοσπονδίας" (σ.207-8, 272-3 & 356-9) και με τους Κεμαλικούς τη σύσταση "αυτονόμου Πόντου, εν ισοπολιτεία Ελλήνων και Μουσουλμάνων" (σ.266-9 & 364-9), θα καταλήξει το 1920 στο συμπέρασμα πως, αφού "ο Πόντος εγκατελείφθη υπό των Μ. Δυνάμεων", "ό,τι εναπομένει να πράξωμεν είναι να συνεννοηθώμεν με τους Τούρκους" (σ. 281).

"Κακοποιά στοιχεία"

Μετά την καταστροφή του 1922, δεκάδες χιλιάδες Αρμένιοι καταφεύγουν στην Ελλάδα, μαζί με τους άλλους πρόσφυγες. Η υποδοχή τους δεν είναι πάντα ευνοϊκή. Αποκαλυπτικός ο μεταπολεμικός απολογισμός της Γενικής Διεύθυνσης Αλλοδαπών, "μητριάς" της ΕΥΠ: κατά το Μεσοπόλεμο, διαβάζουμε εκεί, "το εν Ελλάδι Αρμενικόν στοιχείον ου μόνον δεν αφωμοιώθη προς το τόσον φιλόξενον και φιλικόν προς αυτούς Ελληνικόν περιβάλλον, αλλά το μέγιστον ποσοστόν δεν παρέλειπε εις πάσαν παρουσιαζομένην ευκαιρίαν να εκδηλώνη το προς τους Ελληνας φυλετικόν αυτού μίσος και την αποστροφήν του προς παν το Ελληνικόν".

Η ίδια έκθεση δεν παραλείπει να φορτώσει στους Αρμένιους την αυξημένη εγκληματικότητα της εποχής: "Από το στοιχείον τούτο συγκαταλέγονται πλείστα κακοποιά στοιχεία, άτινα από της εγκαταστάσεώς των εις Ελλάδα διέπραξαν φρικώδη και ανατριχιαστικά εγκλήματα, άγνωστα έως τότε εις τα εγκληματικά χρονικά της Χώρας μας. Ασταθείς, ύπουλοι, φανατικοί, πονηροί, φιλέριδες και ατίθασοι, συχνότατα εδημιούργουν ζητήματα και απησχόλουν τας Ελληνικάς Αρχάς και ιδιαιτέρως τας Αστυνομικάς τοιαύτας. Αντιστάσεις κατά της Αρχής, φόνοι, ληστείαι, κλοπαί, εκβιάσεις και άλλα συναφή αδικήματα πλειστάκις είχον ως δράστας Αρμενίους κακοποιούς" ("Εκθεσις περί των εν Ελλάδι βιούντων Αρμενίων", Μάρτιος 1952, αρ.πρωτ. 421/7/2/4, σ.23).

Από αδημοσίευτες εκθέσεις των αρχείων του Υπ.Εξ. διαπιστώνουμε πως παρόμοιες αντιλήψεις έτρεφαν και επιτελικά στελέχη του κρατικού μηχανισμού.

Τον Οκτώβριο του 1927, λ.χ., ο Γενικός Διοικητής Θεσ/νίκης Αχιλλέας Καλεύρας εισηγείται στον πρωθυπουργό "να γίνη εκκαθάρισις των συνόρων από των επικινδύνων αρμενικών στοιχείων, τα οποία δέον να μετακινηθούν προς το εσωτερικόν", καθώς "απεδείχθη ότι μεταξύ των ανωτέρω στοιχείων υπάρχουσι κακοποιά και γενικώς πολύ ολίγον χρήσιμα διά την παραγωγικήν ανάπτυξιν στοιχεία".

Ο υπουργός Εξωτερικών Ανδρέας Μιχαλακόπουλος επικροτεί την ιδέα: "Την πρότασιν περί μετατοπίσεως των Αρμενίων δεν θεωρούμεν άσκοπον, υπό την προϋπόθεσιν ότι θέλει αποφευχθή η ομαδική μεταβίβασις τούτων, καθόσον άλλως διατρέχομεν τον κίνδυνον να δώσωμεν την ιδέαν ότι διώκομεν τα ενταύθα ευρισκόμενα ξένα στοιχεία" (Εν Αθήναις 10.12.1927, αρ.πρωτ.14471).

"Αρμενο-βούλγαροι" κι "Εαμο-αρμένιοι"

Η κορύφωση της κρίσης στις σχέσεις αρμενικής κοινότητας και ελληνικού κράτους θα έρθει στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η έκθεση της Διευθύνσεως Αλλοδαπών κατηγορεί τους καθολικούς Αρμενίους του Δουργουτιού (σημ. Νέος Κόσμος) ότι "κατά την διάρκειαν του Ελληνοϊταλικού πολέμου και μετέπειτα, απέβησαν επίσημοι πράκτορες και όργανα της Ιταλικής προπαγάνδας και κατασκοπείας", για να προχωρήσει στη γελοία διαπίστωση ότι "πρώτοι οι Αρμένιοι, υπό την υψηλήν προστασίαν των εχθρών της Πατρίδος μας, εξεχύθησαν εις ολόκληρον την Ελλάδα προς διενέργειαν μαύρης αγοράς" (σ. 24).

Σοβαρότερες φαίνονται οι κατηγορίες για συνεργασία με τις βουλγαρικές κατοχικές αρχές στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη: "Αμα τη εισόδω των Βουλγάρων εις Ελληνικά εδάφη, πρώτοι οι Αρμένιοι υπεδέχθησαν τούτους, και ζητωκραυγάζοντες υπέρ αυτών και των Γερμανών ετέθησαν από των πρώτων ημερών εις την υπηρεσίαν των. Εξεφράζοντο δημοσία υπέρ τούτων, και ως Πράκτορές των διά παντός θεμιτού και αθεμίτου μέσου έβαλλον κατά παντός Ελληνος, ανεξαρτήτως τάξεως και ιδεολογίας. [...] Πολλοί τούτων υπηρέτησαν εις τον Βουλγαρικόν Στρατόν και τας λοιπάς πολιτικάς και διοικητικάς υπηρεσίας των Βουλγάρων. Κατά κοινήν και γενικήν αντίληψιν ουδεμία ενέργεια ή πράξις των Βουλγάρων, κατά του Εθνους και του Ελληνικού Λαού, εγένετο χωρίς να φέρη και την σφραγίδα των Αρμενίων" (σ. 25-6).

Δεν υπήρξαν βέβαια όλοι οι Αρμένιοι δωσίλογοι. Μεγάλο μέρος της κοινότητας, ιδίως στην πρωτεύουσα, πολέμησε ηρωικά τον κατακτητή μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Για τους μηχανισμούς ασφαλείας, όμως, η αντιστασιακή τους δράση ήταν εξίσου "ανθελληνική":

"Από του έτους 1942 οι οπαδοί του Κ.Κ. Αρμενίων και του Κόμματος Hintsak και μεγάλον ποσοστόν των άλλων Κομμάτων ανεμίχθησαν εις την Εαμικήν κίνησιν και συνειργάσθησαν στενώς μετά του ΚΚΕ. Οσοι εκ των Αρμενίων δεν ηδυνήθησαν να τεθούν εις την υπηρεσίαν του Κατακτητού, προθυμότατα υπήκουσαν εις την φωνήν του 'ινστρούχτορα' της Μόσχας και του Διεθνούς αναρχοκομμουνισμού, και αθρόως προσήλθον και επύκνωσαν τας συμμορίας των ενόπλων ορδών του ΕΛΑΣ. Ικανός αριθμός Αρμενίων ήσαν βαθμοφόροι του ΕΛΑΣ, εκτελεσταί της ΟΠΛΑ και ΕΠ, εμπρησταί και δυναμιτισταί κατά το Δεκεμβριανόν κίνημα. Η συμμετοχή και ενίσχυσις υπό του Αρμενικού στοιχείου του Δεκεμβριανού κινήματος είναι τοις πάσιν γνωστή, και θα παρέλθη ασφαλώς η παρούσα γενεά διά να ξεχασθούν τα αποτρόπαια εγκλήματα και άι χαρακτηριστικαί έρριναι κραυγαί των υπέρ του ΚΚΕ κατά τας συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις υπέρ των κομμουνιστών" (όπ.π., σ. 26-7).

Τα ίδια ακριβώς στερεότυπα συναντάμε και στην μεταπολεμική εθνικόφρονα φιλολογία. Στην "Τειχομαχία" (1955), ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος περιγράφει τη συγκρότηση της ΟΠΛΑ "από παλιά ψημένα στελέχη της ΟΚΝΕ, ανακατεμένα με Αρμένηδες επαγγελματίες φονιάδες, κοινούς καταδότες και εκδικητικούς φυματικούς της Ακροναυπλίας" (σ.192). Ο Χρήστος Ζαλοκώστας πάλι, στο "Χρονικό της σκλαβιάς" (1949) φωτογραφίζει τον "παντοδύναμο αρχηγό της ΟΠΛΑ Καμινίων, ένα σαρανταπεντάρη πρόσφυγα με αρμένικο μούτρο" (σ.332). Σημεία των καιρών: η μομφή απευθύνεται όχι στους ίδιους τους Αρμένιους, που εντάχθηκαν στο ΕΑΜ, αλλά στο ΚΚΕ, που έκανε το "έγκλημα" να τους στρατολογήσει...
 


(Ελευθεροτυπία, 24/4/2005)


ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ "ΑΡΜΕΝΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ"

Ο ξεχασμένος "εθνικός εχθρός"
 
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

1. / 2.


Εθνοκάθαρση διά "επαναπατρισμού"


Καθοριστική στιγμή για την αρμενική παρουσία στην Ελλάδα συνιστά ο "επαναπατρισμός" του 60% της κοινότητας στη Σοβιετική Αρμενία, το 1946-47. "Με 6 συνολικά καραβάνια", διαβάζουμε στην ιστοσελίδα της αρμενικής κοινότητας (www.armenians.gr), "επέστρεψαν στην Αρμενία περίπου 18.000 Ελληνοαρμένιοι. Αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο, ότι σε διάφορες περιπτώσεις, η ελληνική κυβέρνηση έφερε την καταλυτική της συμβολή, η οποία παρείχε κάθε είδους ευκολία και βοήθεια σε τυχόν προβλήματα των επαναπατριζομένων".

Πολύ διαφορετική από την εξιδανικευμένη αυτή αφήγηση είναι η εικόνα που δίνει σχετική έκθεση της Γενικής Διευθύνσεως Αλλοδαπών το 1952. Εκεί, η αναχώρηση των Αρμενίων εξισώνεται με απέλασή τους από τη χώρα:

"Η επιδειχθείσα υπό των Αρμενίων αχάριστος διαγωγή και εγκληματική δράσις έναντι της Ελλάδος και του Ελληνικού Λαού κατά την περίοδον της Κατοχής και το Δεκεμβριανόν κίνημα, διαπιστωθείσα ευθύς αμέσως μετά την απελευθέρωσιν παρά της Υπηρεσίας της Γενικής Διευθύνσεως Αλλοδαπών, ήγαγε ταύτην εις την απόφασιν να αναζητήση την λύσιν με εδραιωμένη την απόφασιν όπως επιτύχη, αν μη την ολοκληρωτικήν απομάκρυνσιν, τουλάχιστον την κατά μέγα ποσοστόν αραίωσίν των".

Τον Ιούνιο του 1945, η υπηρεσία ενημέρωσε τον αρμένιο αρχιεπίσκοπο Καραμπέτ Μαζουμιάν ότι καλό θα ήταν να ζητήσει από τις αρχές της ΕΣΣΔ τον "επαναπατρισμό" του ποιμνίου του, "καθ' όσον η Ελλάς δεν θα εχορήγη αυτοίς πλέον αδείας εργασίας και λοιπάς διευκολύνσεις, οπότε η ζωή των θα καθίστατο οικονομικώς δύσκολος" (σ. 28-9).

Ο εκβιασμός έπιασε. Τον επόμενο μήνα ανακοινώθηκε στις ελληνικές αρχές η σοβιετική απόφαση "επαναπατρισμού μόνον των επιθυμούντων Αρμενίων". Συγκροτήθηκε "Κεντρική Επιτροπή Επαναπατρισμού" από επώνυμα μέλη της κοινότητας και, μεταξύ Αυγούστου 1946 και Νοεμβρίου 1947, εγκατέλειψαν την Ελλάδα συνολικά 18.409 Αρμένιοι. Το 1952 απομένουν έτσι στη χώρα 14.565 Αρμένιοι, οι 8.201 "υπό ακαθόριστον υπηκοότητα".

Παρά τον αποδεκατισμό της μειονότητας, οι υπηρεσίες ασφαλείας δεν παύουν να επιδιώκουν την ολοσχερή εξάλειψή της. Το διαπιστώνουμε από τον επίλογο της πολυσέλιδης έκθεσης της Διευθύνσεως Αλλοδαπών:

"ΙΕ. Ληπτέα Μέτρα.

Με αντικειμενικόν σκοπόν την, εις πρώτην παρουσιασθησομένων ευκαιρίαν, απομάκρυνσιν του, ρευστής συνειδήσεως, στοιχείου των Αρμενίων εξ Ελλάδος, δέον να ληφθώσι τα κάτωθι μέτρα:

α. Να απαγορευθή απολύτως η εις Βόρειον Ελλάδα εγκατάστασις Αρμενίων εξ άλλων περιοχών, και συν τω χρόνω να επιδιωχθή, κατά το δυνατόν, η απομάκρυνσις εκείθεν και των ήδη διαμενόντων Αρμενίων. Ούτοι να μετεγκατασταθώσιν εις Νότιον Ελλάδα, ίνα απαλλαγή η παραμεθόριος ευπαθής περιοχή του ανεπιθυμήτου τούτου στοιχείου, καθόσον -ως γνωστόν- η ξενική προπαγάνδα πάντοτε συγκεντροί την προσοχήν της και ρίπτει όλον το βάρος εις τας παραμεθορίους περιοχάς και -αναμφισβήτως- μεταξύ του στοιχείου τούτου, ευχερώς βρίσκει προθύμους υπηρέτας.

β. Να απαγορεύεται η είσοδος εις Ελλάδα Αρμενίων εκ του εξωτερικού και ιδίως εκ των κατά την περίοδον της Κατοχής και απελευθερώσεως καταφυγόντων εις Γερμανίαν και τα δορυφόρα Κράτη και των εις Σοβιετικήν Αρμενίαν επαναπατρισθέντων.

γ. Να απαγορεύεται η χορήγησις αδειών λειτουργίας Αρμενικών Δημοτικών Σχολείων (καθ' όσον ο αριθμός των Αρμενοπαίδων, εκτός των Αθηνών και Πειραιώς, είναι μικρός) και εις τα ήδη λειτουργούντα ταύτα να τοποθετώνται Ελληνες διδάσκαλοι ικανοί και εγνωσμένων Εθνικών φρονημάτων. Να αυξηθώσιν άι ώραι διδασκαλίας της Ελληνικής.

δ. Μετά φειδούς να χορηγώνται άδειαι λειτουργίας Σωματείων, Συλλόγων και λοιπών Οργανώσεων και να παρακολουθούνται αυστηρώς άι κινήσεις και ενέργειαια των μελών των ήδη λειτουργούντων τοιούτων.

ε. Να υποχρεωθώσιν οι Διευθυνταί των εκδιδομένων και εις το μέλλον τυχόν εκδοθησομένων Εφημερίδων και Περιοδικών (Αρμενικών) να εκδίδωσι ταύτας (επί του αυτού εντύπου) εις την Αρμενικήν και εις την Ελληνικήν, ίνα καθίσταται ευχερής η παρακολούθησίς των.

στ. Η απόκτησις της Ελληνικής Ιθαγενείας να γίνεται μετά φειδούς και κατόπιν επισταμένης εξετάσεως του ατομικού Φακέλλου - επί της εν γένει διαγωγής και των κοινωνικών φρονημάτων ενός εκάστου.

ζ. Να ενισχύεται και υποβοηθήται η εις άλλας Χώρας μετανάστευσις των Αρμενίων".
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Βακάχν Νταντριάν, "Η ιστορία της αρμενικής γενοκτονίας" (Αθήνα 2002, εκδ. Στοχαστής). Λεπτομερής περιγραφή της πρώτης γενοκτονίας του εικοστού αιώνα από ένα σύγχρονο ιστορικό της αρμενικής διασποράς που δεν παραλείπει να τοποθετήσει τα γεγονότα στο ιστορικό τους πλαίσιο. Δυστυχώς, η ελληνική μετάφραση του βιβλίου είναι αρκετά προβληματική.

I.K. Hassiotis, "Armenians", σε Richard Clogg (ed.), "Minorities in Greece" (Λονδίνο 2002, εκδ. Hurst & Co.). Σκιαγράφηση της διαχρονικής παρουσίας των αρμενικών κοινοτήτων στην Ελλάδα, από έναν έλληνα πανεπιστημιακό ειδικευμένο στο ζήτημα.

I.K. Hassiotis, "The Greeks and the Armenian Massacres (1890-1896)" (Neo-Hellenika, IV/1981, σ.69-109). Η στάση των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του ελεύθερου Βασιλείου απέναντι στο αρμενικό εθνικό κίνημα και τον "πρώτο γύρο" της γενοκτονίας των Αρμενίων.

Salahi R. Sonyel, "Minorities and the destruction of the Ottoman Empire" (Αγκυρα 1993, εκδ. Turkish Historical Society). Ημιεπίσημη τουρκική εθνικιστική εξιστόρηση της "υπονόμευσης" της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις χριστιανικές μειονότητές της. Εμφαση στη συνεργασία Ελλήνων και Αρμενίων, με ολοκληρωτική αποσιώπηση των διαφορών μεταξύ των αντίστοιχων εθνικών κινημάτων.

Κατερίνα Τσέκου, "Αρμενικές κοινότητες στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία και Θράκη" (αδημοσίευτη εισήγηση στο συνέδριο "Εχθρός εντός των τειχών", Σαμοθράκη 2-4.7.2004). Το ζήτημα του δωσιλογισμού των Αρμενίων της Βόρειας Ελλάδας κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μέσα από την κριτική προσέγγιση των διαθέσιμων πηγών.



ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ
www.armenians.gr. Η επίσημη ιστοσελίδα της αρμενικής κοινότητας με συνοπτικά ιστορικά και δημογραφικά στοιχεία για την εξέλιξη των αρμενικών κοινοτήτων στην Ελλάδα.

(Ελευθεροτυπία, 24/4/2005)